Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023

Για την επέτειο των 50 χρόνων από την εξέγερση του Πολυτεχνείου

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για το ενημερωτικό δελτίο της ΕΑΠ «Παρέμβαση εκτός τάξης» Νοέμβρη 2023, όμως λόγω έλλειψης χώρου δημοσιεύτηκαν μόνο αποσπάσματά του. Έτσι, το δημοσιεύουμε εδώ ολόκληρο.


Φέτος κλείνουν 50 χρόνια από την εξέγερση-ορόσημο του Νοέμβρη του 1973. Πέρασε ήδη μισός αιώνας από τότε που τα αγωνιζόμενα τμήματα του λαού, με πρωτοστατούσα την νεολαία ξεσηκώθηκαν διαδηλώνοντας ενάντια στην φτώχεια, την άγνοια, την καταπίεση και την υποταγή που επέβαλλε η αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών, φωνάζοντας το εμβληματικό σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».
Όμως, παρά το κόστος της απώλειας 40 τουλάχιστον ζωών  εκείνων των ημερών του ‘73, η ουσιαστική αλλαγή πολιτεύματος (η επονομαζόμενη «κάθαρση») δεν επετεύχθη ποτέ. Έκτοτε, οι αλλεπάλληλες, νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, συνέχισαν να τρέφουν στα σωθικά τους την χουντοσύνη και να την απασφαλίζουν κατά το δοκούν, κάθε φορά που η ηγεμονία τους χρειαζόταν ενίσχυση. Απόδειξη γι’ αυτή την «εκλεκτική συγγένεια» μεταξύ δικτατορίας και αστικής δημοκρατίας  αποτελεί το σύγχρονο φαινόμενο της «αρμονικής συμβίωσης» μεταξύ των πολυάριθμων ακροδεξιών και νεοναζί (υφ)υπουργών και των λοιπών «μετριοπαθών» κυβερνητικών στελεχών στους κόλπους όλων των μετέπειτα κυβερνήσεων των «εκσυγχρονιστών» και «σωτήρων της πατρίδας» που προέρχονται από τις διάφορες παρατάξεις του αποκαλούμενου «δημοκρατικού τόξου». Το καθεστώς ίδιο κι απαράλλαχτο στην ουσία του, αλλά με σύγχρονο περιτύλιγμα διαιωνίζει την ύπαρξή του και προωθεί τον κοινωνικό εκφασισμό αναπαράγοντας στο ακέραιο τις  κυρίαρχες εθνικιστικές-ρατσιστικές, μιλιταριστικές και πατριαρχικές ιδεολογίες,  εφαρμόζοντας πολιτικές οικονομικής αφαίμαξης των πολιτ(ιδ)ών, εκμετάλλευσης ντόπιων και ξένων εργαζομένων και ανέργων και ιδιωτικοποίησης όλων των δημόσιων πόρων και αγαθών.
Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά και σε συνθήκες μονιμοποιημένης, μνημονιακής διακυβέρνησης, τα αιτήματα του Πολυτεχνείου είναι ακόμα επίκαιρα, ενώ ο γενικευμένος κι αδιάκοπος αγώνας ενάντια στις  νεοφιλελεύθερες πολιτικές που σταδιακά εντείνουν την κοινωνική -υλική και ηθική- εξαθλίωση και τον  κοινωνικό αυτοματισμό, προκειμένου να μας πειθαρχήσουν όλες*ους στις ταγές του καπιταλισμού παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.
Με την πεντηκοστή επέτειο της μεγάλης εξέγερσης για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα συμπληρώνονται επίσης κι άλλα τόσα χρόνια προσπάθειας του πολιτικού κατεστημένου να αποστεώσει το νόημα του αντιδικτατορικού αγώνα για ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις της αστικής δημοκρατίας επιχειρούν σταθερά κι επίμονα να ιδιοποιηθούν και να αποπολιτικοποιήσουν το νόημα του Πολυτεχνείου, αλλοτριώνοντας το μήνυμά του σε μια λογική «ουδετερότητας» χαρακτηριστική του υποτιθέμενου «σώφρονος, θεσμικού αντιφασισμού» που εκπροσωπούν. Βασισμένες στην συντηρητική «θεωρία των δύο άκρων», παρουσιάζονται ως οι ελευθερώτριες του λαού από τα δεινά της δικτατορίας και οι αποκλειστικές εγγυήτριες της πολιτικής σταθερότητας απέναντι σ’ αυτό που οι ίδιες αποκαλούν «τα κάθε είδους ακραία στοιχεία που θέτουν σε κίνδυνο την αστική νομιμότητα». Κατ’ αυτό τον τρόπο, τσουβαλιάζουν στον δημόσιο λόγο τους τιμητές των νεοναζί και τους υπηρέτες των ιμπεριαλιστών μαζί με όσες*ους ριζοσπάστ(ρι)ες κομμουνιστ(ρι)ες, αντεξουσιαστ(ρι)ες και αναρχικές*ούς τους πολέμησαν και συνεχίζουν να τους πολεμούν καθημερινά. Με στόχο την εξουδετέρωση της ιστορικής μνήμης, και την διάπλαση απαθών και ανιστόρητων νέων ανθρώπων, υποβαθμίζουν περαιτέρω την σημασία του εορτασμού της 17ης Νοέμβρη στο σχολικό περιβάλλον και αποσυνδέουν το σήμερα από το χθες στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο, αναπαριστώντας την μετάβαση στον κοινοβουλευτισμό ως την μεγαλύτερη ιστορική τομή στην σύγχρονη Ελλάδα. Μετατρέπουν  έτσι την αγωνιστική παρακαταθήκη της εξέγερσης σε μίαν ακόμα ανούσια τελετή εορτασμού της νίκης της αστικής δημοκρατίας επί του συγκεκριμένου αυταρχικού, στρατιωτικού καθεστώτος, αλλά και επί των χαρακτηριζόμενων ως «ακραίων» κι «αντικοινωνικών» αριστερών, πολιτικών δυνάμεων.
Προκειμένου επίσης να εξευμενίσουν την «αυτοκρατορία» (imperium) για να παραμείνουν στον θώκο της εξουσίας, όλες αδιάκριτα οι ελληνικές κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης αποπειράθηκαν να χειραγωγήσουν και να καταστείλουν τις πορείες που κάθε χρόνο απέτιναν τιμή στην μνήμη των πεσόντων του Πολυτεχνείου κι εναντιώνονταν στην παρουσία των ΝΑΤΟικών δυνάμεων στην χώρα, αλλά και στην συμμετοχή της Ελλάδας στις διάφορες ιμπεριαλιστικές και νέο-αποικιοκρατικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τους συγγραφείς παλιότερου άρθρου του «Ιού», η αμερικανική πρεσβεία στην Ελλάδα είχε χαρακτηρίσει στις υπηρεσιακές της αναλύσεις ως «εξτρεμιστές» τους διαδηλωτές όλων των αριστερών τάσεων και αποχρώσεων, καθώς το πλήθος εξέφραζε έντονα αντιαμερικανικά συναισθήματα, καταδεικνύοντας τους ιμπεριαλιστές ως υπεύθυνους για τα δεινά που είχε υποστεί ο λαός στα χρόνια της δικτατορίας κι απαιτώντας την άμεση αναχώρηση των ΝΑΤΟικών βάσεων από το ελληνικό έδαφος . Γι’ αυτό αξίωνε από την ελληνική κυβέρνηση να παρεμποδίσει πάση θυσία την πρόσβασή τους προς την αμερικανική πρεσβεία. Ανταποκρινόμενες βέβαια στις εντολές των αφεντικών τους, οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις εξαπέλυαν όργιο καταστολής επιστρατεύοντας τα ΜΑΤ και όποιες άλλες δυνάμεις και εργαλεία χρησιμοποιούσαν ανά εποχή τα σώματα ασφαλείας ΕΚΑΜ, ΔΙΑΣ, ΔΕΛΤΑ, ΟΠΚΕ όπως ‘αύρες΄, χημικά, καπνογόνα, πλαστικές – αλλά και ενίοτε πραγματικές- σφαίρες, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης κτλ., προκειμένου να σπείρουν το φόβο και να τσακίσουν τις αντιστάσεις όσων δεν δεχόντουσαν το είδος των συνθηκολογήσεων που προωθούσαν οι συνδικαλιστές καριέρας.
Σε μια τέτοια περίσταση πολέμου ενάντια την κοινωνία, τα κλομπ των μπάτσων δολοφόνησαν κατά την αθηναϊκή πορεία, την παραμονή της επετείου του 1980, ημέρα Παρασκευή, την εργάτρια από το Περιστέρι Σταματίνα Κανελλοπούλου και τον Κύπριο φοιτητή Ιάκωβο Κουμή . Κάποια χρόνια αργότερα, στην επέτειο του 1985, όταν το κομμουνιστικό κόμμα είχε ήδη κλείσει την πρώτη του δεκαετία στην νομιμότητα και η έννοια του δημόσιου «εσωτερικού εχθρού» είχε μετατοπιστεί βασικά στον αντεξουσιαστικό χώρο, ο μπάτσος Α. Μελίστας πυροβόλησε πισώπλατα, από κοντινή απόσταση και πέτυχε στο κεφάλι τον δεκαπεντάχρονο μαθητή Μ. Καλτεζά που διερχόταν εκείνη τη στιγμή από περιοχή των Εξαρχείων, όπου οι διαδηλωτ(ρι)ες συμπλέκονταν με τις δυνάμεις καταστολής. Σημειώνουμε πως ο δολοφόνος του παιδιού καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ποινή- χάδι μόλις 2,5 χρόνων φυλάκισης με αναστολή, ενώ πέντε χρόνια μετά (το 1990), αθωώθηκε σε δεύτερο βαθμό, με την αιτιολογία ότι είχε ενεργήσει «εν βρασμώ ψυχής» …
Το 2008, στα μεθεόρτια της επετείου, τα καλέσματα σε φοιτητικές και μαθητικές πορείες ενάντια στις πολιτικές λιτότητας, αυταρχισμού και ιδιωτικοποίησης συνεχιζόντουσαν στην Αθήνα και σε κάποιες από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας. Στις 6 Δεκεμβρίου, ο επίσης δεκαπεντάχρονος Α. Γρηγορόπουλος  έπεσε νεκρός μετά από ευθεία βολή του όπλου του ειδικού φρουρού Ε. Κορκονέα κατά τη διάρκεια βόλτας του στα Εξάρχεια με τον φίλο του Ν. Ρωμανό, όπου είχαν βγει με την ευκαιρία της ονομαστικής γιορτής του δεύτερου. Αναμενόμενα, το γεγονός αυτό πυροδότησε γενικευμένες συγκρούσεις κι έθεσε σε κίνηση ένα μαζικό κύμα καταλήψεων σε πολλά σχολεία και ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας που άφησαν στην σύγχρονη νεολαία την δική τους, επίκαιρη ανατρεπτική παρακαταθήκη.
Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, το 2020, αντίστοιχα με τα όργια αστυνομικής βαρβαρότητας που σημάδεψαν την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου σε όλες τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, στο πλαίσιο της απαγόρευσης της κυκλοφορίας με πρόσχημα τον COVID-19, οι δυνάμεις καταστολής εξαπέλυσαν και στα Γιάννενα μια πρωτοφανούς -για τα τοπικά δεδομένα- έκτασης, έντασης και διάρκειας επιχείρηση βίας. Πυκνές δυνάμεις των ΜΑΤ επιτέθηκαν τόσο σε ομάδες φοιτητών που ξεκινούσαν από τις φοιτητικές εστίες της οδού Δόμπολη προτού καν φτάσουν στον χώρο όπου είχε καλεστεί η καθιερωμένη, απογευματινή κεντρική πορεία, όσο και σε άτομα που είχαν συγκεντρωθεί, διαδηλώνοντας γύρω από την πλατεία του μνημείου των πεσόντων του Πολυτεχνείου. Το όργιο βαρβαρότητας συνεχίστηκε μέχρι αργά το απόγευμα, όταν αφότου χτυπήθηκε και διαλύθηκε η κεντρική πορεία, μπάτσοι και ασφαλίτες συνέχισαν να ξυλοκοπούν και να συλλαμβάνουν τον κόσμο που προσπαθούσε να διαφύγει από τα πλαϊνά στενά της λεωφόρου Δωδώνης, με αποτέλεσμα να υπάρξουν σοβαροί τραυματισμοί, να γίνουν δεκάδες προσαγωγές, αλλά και να απαγγελθούν κατηγορίες συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής προστίμων σε 25 τουλάχιστον άτομα.    
Ζούμε λοιπόν σε μια «δημοκρατία» που μισεί τα νιάτα και που όταν δεν εξολοθρεύει το φυσικό τους σώμα για να ξεμπερδέψει με την εξεγερτικότητά τους, τα εξοντώνει έμμεσα, υποβαθμίζοντας τις ζωές τους, περιθωριοποιώντας τα ή και διώχνοντάς τα στην ξενιτιά. Κάτω από ένα καθεστώς που ξεπλένει τους δολοφόνους όσων τολμούν να σκέφτονται και αντιστέκονται, όπως ο μάχιμος καθηγητής Ν. Τεμπονέρας τον Γενάρη του 1991 και που δείχνει το αποτρόπαιο πρόσωπό του κάθε φορά που αμφισβητείται η ηγεμονία του.
Γι’ αυτό, ο αγώνας για την δημοκρατία σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι διευρυμένος, οριζόντιος κι αμεσοδημοκρατικός, ενάντια στον φασισμό και στο σύστημα που τον γεννά, που δεν είναι άλλο, από την διαπλοκή κράτους και κεφαλαίου. Δεν μπορεί παρά να είναι αγώνας, ενάντια στις νεοφιλελεύθερες, νέο-αποικιακές  και ιμπεριαλιστικές πολιτικές που αναπαράγουν την φτώχεια, τον πόλεμο και τον αναγκαστικό εκτοπισμό, και διαιωνίζουν την εκμετάλλευση ανθρώπων και φυσικού περιβάλλοντος στο όνομα του κέρδους και της καπιταλιστικής «ανάπτυξης». Αγώνας ακόμα ενάντια στο πατριαρχικό, μιλιταριστικό έθνος- κράτος- εντολοδόχο των ισχυρών παιχτών στην παγκόσμια σκακιέρα, που ασκεί πολιτικές ελέγχου και κατασκευής της κοινωνικής συναίνεσης, υποδαυλίζοντας τον εθνικισμό, την μισαλλοδοξία και τον κοινωνικό αυτοματισμό προκειμένου να διασφαλίσει την συνέχειά του.       
Για μας ως δημόσιους εκπαιδευτικούς ειδικότερα, το σύνθημα «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» μεταφράζεται σήμερα ως αγώνας για ένα πραγματικά δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα που να χωράει όλα τα παιδιά και να καλύπτει τις υλικές και διανοητικές ανάγκες των μελών της σχολικής κοινότητας. Για ένα σύστημα που θα λειτουργεί χωρίς ταξικούς φραγμούς, πέρα κι έξω από λογικές ιεράρχησης, τεχνοκρατικής ποσοτικοποίησης, αξιολόγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων και εκπαιδευτικών, σεβόμενο το δικαίωμα όλων των συναδέλφων σε μόνιμη και σταθερή δουλειά με αξιοπρεπείς απολαβές. Για ένα τέτοιο, ουσιαστικά αναβαθμισμένο σχολείο που θα πρέπει να τολμήσουμε να το φανταστούμε και να το σχεδιάσουμε από την αρχή βασιζόμενες*οι στις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης, έτσι ώστε να καλλιεργεί πολύπλευρα τις προσωπικότητες των παιδιών και των νέων και να τους προσφέρει στην πράξη τα απαραίτητα εφόδια για να χτίσουν και να υπερασπιστούν μια πολύχρωμη, ισότιμη και ειρηνική κοινωνία.